- φύλλωση
- η, Ν(πετρογρ.) φαινόμενο διαχωρισμού τών πετρωμάτων σε λεπτά φύλλα κατά μήκος παράλληλων σχεδόν επιφανειών.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. foliation].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποφύλλιση — κ. φύλλωση, η η αφαίρεση φύλλων ή λουλουδιών από κάποιο φυτό … Dictionary of Greek